βιβλιοκλόπος

βιβλιοκλόπος
ο
1. αυτός που παρουσιάζει βιβλία άλλων σαν δικά του
2. ο κλέφτης βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -κλόπος < κλοπή ή κλοπός (< κλέπτω) (πρβλ. αγγλ. biblioklept). Η λ. μαρτυρείται το 1893 από τον Γρηγ. Ξενόπουλο στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοκλοπία — η το να παρουσιάζει κανείς ξένα βιβλία ή αποσπάσματά τους σαν δικά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοκλόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 σε υπουργική εγκύκλιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”